ανθρωπόθυμος

From LSJ

πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground

Source

Greek Monolingual

ἀνθρωπόθυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει γενναιότητα, ευψυχία ανθρώπου, ο γενναίος σαν άνθρωπος (Πλούταρχος).