βορβορόθυμος

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βορβορόθῡμος Medium diacritics: βορβορόθυμος Low diacritics: βορβορόθυμος Capitals: ΒΟΡΒΟΡΟΘΥΜΟΣ
Transliteration A: borboróthymos Transliteration B: borborothymos Transliteration C: vorvorothymos Beta Code: borboro/qumos

English (LSJ)

βορβορόθυμον, muddy-minded, Ar.Pax753.

Spanish (DGE)

(βορβορόθῡμος) -ον
propio de ánimos enfangados, e.d., propio de gente de baja estofa ἀπειλαί Ar.Pax 753.

German (Pape)

[Seite 453] mistzornig, ἀπειλή Ar. Pax 757.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui trouble l'âme (menace).
Étymologie: βόρβορος, θυμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βορβορόθυμος -ον βόρβορος, θυμός met vuile bedoelingen:. ἀπειλαί β. smerige bedreigingen Aristoph. Pax 753.

Russian (Dvoretsky)

βορβορόθῡμος: вздымающий грязь, т. е. бурлящий, клокочущий (ἀπειλή Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

βορβορόθῡμος: -ον, ὁ ἔχων βρωμερὸν θυμόν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 753.

Greek Monolingual

βορβορόθυμος, -ον (Α)
ο βρομερά σκεπτόμενος.

Greek Monotonic

βορβορόθῡμος: -ον, αυτός που έχει θολωμένο, βρωμερό μυαλό, αυτός που έχει βρωμερό θυμό (δηλ. ψυχή), σε Αριστοφ.

Middle Liddell

muddy-minded, Ar.