ἰσόβιος
From LSJ
Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand
English (LSJ)
ον, A holding office for life, γραμματεύς IGRom.4.1675 (Belevi).
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἰσόβιος, -ον)
αυτός που διαρκεί σε όλη τη ζωή («ισόβια δεσμά» — ποινή κατά την οποία ο καταδικασμένος μένει στη φυλακή για όλη του τη ζωή).
επίρρ...
ισοβίως και ισόβια
εφ' όρου ζωής, καθ' όλη τη διάρκεια του βίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -βιος (< βίος), πρβλ. αργυρόβιος, ηδύβιος].