μουγκανητό
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
το
μουγκρητό, μυκηθμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουγκανίζω + κατάλ. -ητό (πρβλ. μουγκρητό, νιαουρητό)].