νιαουρητό Search Google

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545

Greek Monolingual

το
νιαούρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νιαουρίζω + κατάλ. -ητό (πρβλ. χασμουρητό)].