ιαμβειοφάγος
Greek Monolingual
ἰαμβειοφάγος, ὁ (Α)
αυτός που τρώγει ιάμβους, δηλ. που καταστρέφει τους ιάμβους κατά την απαγγελία («ὁ βάσκανος οὗτος ἰαμβειοφάγος», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιαμβείος + -φαγος (< θ. φαγ-, πρβλ. έ-φαγ-ον του ρ. εσθίω), πρβλ. βιβλιοφάγος, χορτοφάγος.