βιβλιοφάγος

From LSJ

Greek Monolingual

-ο
1. αυτός που διαβάζει πολλά βιβλία
2. το αρσ. ως ουσ. έντομο που καταστρέφει το χαρτί ή το δέσιμο των βιβλίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + -φάγος < (θ.) φαγ-, έφαγον (αόρ. β' του εσθίω
πρβλ. αγγλ. bibliophage). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Ιωάννη Βαλέτα].