ιλλαίνω
From LSJ
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
ἰλλαίνω (Α)
αλληθωρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλλός «αλλήθωρος» + κατάλ. -αίνω (πρβλ. θερμαίνω, λευκαίνω)].