ισχνοποιός
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
Greek Monolingual
ἰσχνοποιός, -όν (Μ)
αυτός που καθιστά κάτι ισχνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αγαθοποιός, θερμοποιός.