θαλαμήιος
From LSJ
νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → it's better, you see, to understand and yet say nothing (Menander)
Greek (Liddell-Scott)
θᾰλᾰμήιος: -η, -ον, τοῦ θαλάμου ἢ ἀνήκων εἰς θάλαμον, κατάλληλος πρὸς οἰκοδόμησιν θαλάμου, δοῦρα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 805· θαλ. ὕμνος = γαμήλιος, Λουκ. Συμποσ. 41.
Greek Monolingual
θαλαμήϊος, -ΐη, -ον και -ος, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει σε θάλαμο ή ο κατάλληλος για κατασκευή θαλάμου («θαλαμήϊα δοῡρα», Ησίοδ.)
2. ο γαμήλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμ-ος + κατάλ. -ήιος (πρβλ. ανθρωπήιος, χαλκήιος)].
Greek Monotonic
θᾰλᾰμήιος: -η, -ον, αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει τον θάλαμον, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
θᾰλᾰμήιος, η, ον
of or for a θάλαμος, Hes.