ιθυπόρος
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Greek Monolingual
ἰθυπόρος, -ον (Α)
αυτός που πηγαίνει ίσια μπροστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -πορος (< πόρος), πρβλ. θαλασσοπόρος, πρωτοπόρος.