κλεφτοπόλεμος
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
Greek Monolingual
ο
1. (επί τουρκοκρατίας) ο πόλεμος τών κλεφτών κατά τών Τούρκων
2. πόλεμος που διεξάγεται μεταξύ άτακτων στρατευμάτων ή μεταξύ τακτικού στρατού και άτακτων στρατευμάτων και κατά τον οποίο δεν τηρούνται οι κανόνες της πολεμικής τακτικής, άτακτος πόλεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης + -πόλεμος (< πόλεμος), πρβλ. ανταρτοπόλεμος, μαξιλαροπόλεμος.