μεσήλικος

From LSJ
Revision as of 07:55, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119

Greek Monolingual

-η, -ο, αρσ. και μεσήλικας και μεσοήλικας (ΑM μεσῆλιξ, -ικος, Μ και μεσοῆλιξ, ὁ και ἡ)
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που έχει μέση ηλικία ή αυτός που βρίσκεται μεταξύ ανδρικής και γεροντικής ηλικίας, ο μεσόκοπος
νεοελλ.-μσν.
αυτός που έχει μέτριο ανάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- -ηλιξ(< ἧλιξ,-ικος «συνομίληκος»), πρβλ. ισήλιξ, ομήλιξ. Οι τ. μεσ-ήλικος και μεσ-ήλικας κατά τα αρσ. σε -ος και -ας < μεσ(ο)- + -ήλικος και -ήλικας (< ἧλιξ)].