μειοδότις
From LSJ
Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft
Greek Monolingual
μειοδότης, ο, θηλ. μειοδότις και μειοδότρια
αυτός που μειοδοτεί, αυτός που προσφέρει μικρότερη τιμή σε δημοπρασία, προκειμένου να αναλάβει την εκτέλεση ενός έργου ή την προμήθεια ενός προϊόντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (βλ. λ. μείων) + δότης (< δίδωμι), αιμοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως].