μοιχοφθόρος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Greek Monolingual
μοιχοφθόρος, -ον (Μ)
μοιχοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + -φθόρος (< φθείρω), ψυχοφθόρος.