μονοπώλης

From LSJ
Revision as of 10:12, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

German (Pape)

[Seite 204] ὁ, der Alleinhändler, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μονοπώλης: ὁ, ὁ μονοπωλῶν, ὁ ἔχων τὸ μονοπώλιον ἐμπορεύματός τινος, μεταγεν.

Greek Monolingual

μονοπώλης, ὁ (Α)
αυτός που μονοπωλεί, που έχει το μονοπώλιο ενός εμπορεύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. παντοπώλης.