μονοπώλης
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
German (Pape)
[Seite 204] ὁ, der Alleinhändler, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μονοπώλης: ὁ, ὁ μονοπωλῶν, ὁ ἔχων τὸ μονοπώλιον ἐμπορεύματός τινος, μεταγεν.
Greek Monolingual
μονοπώλης, ὁ (Α)
αυτός που μονοπωλεί, που έχει το μονοπώλιο ενός εμπορεύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. παντοπώλης.