Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μετακιόνιο

From LSJ
Revision as of 10:20, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs)

Greek Monolingual

το (Α μετακιόνιον)
το κενό διάστημα μεταξύ δύο κιόνων, το μεσόστυλο, το μεσοστύλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κιόνιον (< κίων, κίονος), πρβλ. ακροκιόνιον.