μητρογάμος

From LSJ
Revision as of 10:22, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs)

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρογάμος Medium diacritics: μητρογάμος Low diacritics: μητρογάμος Capitals: ΜΗΤΡΟΓΑΜΟΣ
Transliteration A: mētrogámos Transliteration B: mētrogamos Transliteration C: mitrogamos Beta Code: mhtroga/mos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, A one guilty of such incest, Arg.Man.post Max.p.98 L.

Greek (Liddell-Scott)

μητρογάμος: ὁ, λαμβάνων ὡς γυναῖκα τὴν ἑαυτοῦ μητέρα, Θεοφυλ. Σιμοκ. Φυσικ. Ἀπορήμ. 59, 5.

Greek Monolingual

μητρογάμος, ὁ (ΑΜ)
αυτός που παίρνει ως σύζυγο τη μητέρα του, αυτός που διαπράττει μητρογαμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + γάμος, πρβλ. θυγατρογάμος.