νωπογραφία

Revision as of 13:15, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. τεχνική της τοιχογραφίας που συνίσταται στη χρήση χρωμάτων, υπό μορφή σκόνης, διαλυμένων σε νερό, πάνω σε νωπό ασβεστοκονίαμα, αλλ. φρέσκο
2. τοιχογραφία που γίνεται με αυτό τον τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νωπός + -γραφία (< -γράφος < γράφω), πρβλ. ελαιογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στον Αλ. θ. Φιλαδελφέα].