ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
ὀνοκόπος, -ον (Α)(ποιητ. τ.) αυτός που κόβει, που κατεργάζεται μυλόπετρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. θυροκόπος.