Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
ο
αυτός που σπάζει ξύλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + θραύστης (< θραύω), πρβλ. καρυοθραύστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].