τετρακόρυφος

Revision as of 13:20, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο / τετρακόρυφος, -ον ΝΜ
αυτός που έχει τέσσερεις κορυφές
νεοελλ.
φρ. «πλήρες τετρακόρυφο»
μαθημ. το σχήμα που ορίζεται από τέσσερα συνεπίπεδα και όχι συνευθειακά ανά τρία σημεία και από έξι ευθύγραμμα τμήματα που συνδέουν τα σημεία ανά δύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κόρυφος (< κορυφή), πρβλ. πεντακόρυφος.