τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants
ὀρφανοπάτωρ, -ορος, ὁ (Α)(για τον θεό) ο προστάτης τών ορφανών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρφανός + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. θεοπάτωρ.