Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
ὀρφανοπάτωρ, -ορος, ὁ (Α)
(για τον θεό) ο προστάτης τών ορφανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρφανός + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. θεοπάτωρ.