σωματοκτόνος

Revision as of 13:29, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτοκτόνος: -ον, ὁ ἀποκτείνων τὸ σῶμα, μὴ φοβηθῶμεν τοὺς σωματοκτόνους Θεόδ. Στουδ. σ. 339Ε.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που σκοτώνει, που φονεύει το σώμα, αλλά δεν μπορεί να φονεύσει την ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. πατροκτόνος.