φανοστάτης

Revision as of 13:30, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
τεχνολ. στύλος στον οποίο στηρίζεται ή είναι προσαρμοσμένος φανός φωτισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φανός (Ι) «πυρσός» + -στάτης (< θ. στᾰ- του ἵστημι), πρβλ. θερμοστάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Α. Μηλιαράκη].