θηριομαχία
From LSJ
κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
English (LSJ)
ἡ, A fighting with wild beasts, in plural,= Lat. venationes, Str.2.5.33, Ph.1.602.
German (Pape)
[Seite 1209] ἡ, Kampf mit Thieren, Strab. II p. 131 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θηριομαχία: ἡ, τὸ μάχεσθαι πρὸς ἄγρια θηρία, Στράβ. 131, Φίλων 1. 602.
Greek Monolingual
ἡ (Α θηριομαχία) θηριομάχος
1. πάλη μεταξύ θηρίων
2. μάχη, πάλη ανθρώπων με θηρία.