φαρμάκευσις
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
English (LSJ)
εως, ἡ, A = φαρμακεία, in plural, Hp.Prorrh. 2.4, Pl.Lg.845d.
German (Pape)
[Seite 1256] ἡ, = φαρμακεία, Plat. Legg. VIII, 845 d, im plur.
Greek (Liddell-Scott)
φαρμάκευσις: -εως, ἡ, = φαρμακεία, Ἱππ. Προρρ. 87, Πλάτ. Νόμ. 845D.
Greek Monolingual
-εύσεως, ἡ, Α φαρμακεύω
παροχή φαρμάκου, φαρμακεία.
Russian (Dvoretsky)
φαρμάκευσις: εως ἡ Plat. = φαρμακεία 2 и 3.