ψακτήρ

From LSJ
Revision as of 14:00, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "perh." to "perhaps")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψακτήρ Medium diacritics: ψακτήρ Low diacritics: ψακτήρ Capitals: ΨΑΚΤΗΡ
Transliteration A: psaktḗr Transliteration B: psaktēr Transliteration C: psaktir Beta Code: yakth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, = ψήκτρα, Hsch. (perhaps for *ψηκτήρ).

Greek (Liddell-Scott)

ψακτήρ: ῆρος, ὁ, = ψήκτρα, Ἡσύχ. (ἴσως ἀντὶ ψυκτήρ).

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ψήκτρα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. του ψήχω, με επίθημα -τήρ, αλλά εμφανίζει, αντί του αναμενόμενου αρχ. -η- του θ. (πρβλ. ψήκτρα), -- μακρό (βλ. λ. ψήω)].