θυρσόλογχος

From LSJ
Revision as of 06:18, 4 November 2021 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst

Menander, Monostichoi, 484
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυρσόλογχος Medium diacritics: θυρσόλογχος Low diacritics: θυρσόλογχος Capitals: ΘΥΡΣΟΛΟΓΧΟΣ
Transliteration A: thyrsólonchos Transliteration B: thyrsolonchos Transliteration C: thyrsologchos Beta Code: qurso/logxos

English (LSJ)

ὁ,
A thyrsus-lance, thyrsus-shaped spear, Callix. 2.
II as adjective, θυρσόλογχα ὅπλα thyrsus-like arms, Str.1.2.8.

German (Pape)

[Seite 1227] ὁ, Thyrsuslanze, eine mit Epheu u. Weinlaub umwundene Lanze, Callixen. bei Ath. V, 200 d. – Adj., ὅπλα θυρσόλογχα θεῶν Strab. I, 19.

Greek (Liddell-Scott)

θυρσόλογχος: ἡ, λόγχη ἐκ θύρσου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200D. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., θ. ὅπλα, ὅμοια πρὸς θύρσον, Στράβ. 19.

Greek Monolingual

θυρσόλογχος, -ον (Α)
1. όμοιος με θύρσο («θυρσόλογχα ὅπλα» — όπλα όμοια με θύρσο, Στράβ.)
2. το αρσ. ως ουσ.θυρσόλογχος
λόγχη δεμένη σε θύρσο ή λόγχη από θύρσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -λογχος (< λόγχη) πρβλ. επτάλογχος, χρυσόλογχος].