νομιμόφρονας

From LSJ
Revision as of 16:01, 14 December 2021 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

νομιμόφρων, -ον, αρσ. και νομιμόφρονας
αυτός που σκέπτεται, πράττει και γενικά ζει σύμφωνα με αυτά που παραγγέλλουν οι νόμοι.
επίρρ...
νομιμοφρόνως
με νομιμοφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμιμος + -φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. ματαιό-φρων. Η λ. είναι πιθ. απόδοση στην ελλ. του γαλλ. legitimiste και μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκαρλάτου Βυζαντίου].