νεκροδερκής
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
ές, A looking like the dead, Man.4.555 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 237] ές, wie ein Todter anzusehen, Maneth. 4, 255.
Greek (Liddell-Scott)
νεκροδερκής: -ές, ὁ φαινόμενος ὅμοιος πρὸς τοὺς νεκρούς, ἔχων ὄψιν νεκροῦ, Μανέθων 4. 555.
Greek Monolingual
νεκροδερκής, -ές (Α)
αυτός που έχει όψη νεκρού, που φαίνεται όμοιος με νεκρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -δερκής (< δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»), πρβλ. λιθο-δερκής, μεσο-δερκής].