νεκροδερκής

From LSJ
Revision as of 11:25, 1 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(s.v.l.)" to "(s.v.l.)")

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκροδερκής Medium diacritics: νεκροδερκής Low diacritics: νεκροδερκής Capitals: ΝΕΚΡΟΔΕΡΚΗΣ
Transliteration A: nekroderkḗs Transliteration B: nekroderkēs Transliteration C: nekroderkis Beta Code: nekroderkh/s

English (LSJ)

ές, A looking like the dead, Man.4.555 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 237] ές, wie ein Todter anzusehen, Maneth. 4, 255.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροδερκής: -ές, ὁ φαινόμενος ὅμοιος πρὸς τοὺς νεκρούς, ἔχων ὄψιν νεκροῦ, Μανέθων 4. 555.

Greek Monolingual

νεκροδερκής, -ές (Α)
αυτός που έχει όψη νεκρού, που φαίνεται όμοιος με νεκρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -δερκής (< δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»), πρβλ. λιθο-δερκής, μεσο-δερκής].