ἀποσπερματίζω
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
= ἀποσπερμαίνω (shed semen), Arist. GA 728a11 ; δυνάμεις Porph. Antr. 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσπερμᾰτίζω: τῷ προηγ. 1., Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 1. 20, 3.
Spanish (DGE)
1 eyacular el semen, abs., Arist.GA 728a11, Sch.Pi.P.4.246.
2 engendrar δυνάμεις Porph.Antr.16.
Greek Monolingual
(Α ἀποσπερματίζω κ. -σπερμαίνω)
(για άντρα) εκσπερματώνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσπερματίζω: изливать семя Arst.