Μιθραδάτης
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
[δᾱ], ου, ὁ, A Mithradates, PPetr.3pp.170,172 (iii B. C.), OGI345.6 (i B. C.), etc.:—also Μιθριδ-, IG7.303.80 (Oropus, iii B. C.), PStrassb.115.12 (ii B. C.), etc.; Μιθροδ-, PGurob 22.2 (iii B. C.); Μειριδ-, PAvrom. 1 A 29, B31; Μιραδ-, ib.2A12, B17 (i B. C.):— hence Adj. Μιθραδάτειος, α, ον, πόλεμος App.Mith.121; M. φάρμακα ib.III, cf. Gal.14.2; Μιθριδάτειος ἀντίδοτος Dsc.Ther.3; Μιθριδάτιον, τό, dog's-tooth violet, Erythronium Dens canis, Plin.HN25.6.2 (also, = σκόρδιον, ibid., Ps.-Dsc.3.111); Μιθραδατισμός, ὁ, siding with M., Str.13.1.66.
Greek Monolingual
Μιθραδάτης, ὁ (Α)
βλ. Μιθριδάτης.
Russian (Dvoretsky)
Μιθραδάτης: ου ὁ v.l. = Μιθριδάτης.