χρυσώροφος
From LSJ
English (LSJ)
v. χρυσόροφος.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. χρυσόροφος.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσώροφος: Plat. v.l. = χρυσόροφος.
Full diacritics: χρυσώροφος | Medium diacritics: χρυσώροφος | Low diacritics: χρυσώροφος | Capitals: ΧΡΥΣΩΡΟΦΟΣ |
Transliteration A: chrysṓrophos | Transliteration B: chrysōrophos | Transliteration C: chrysorofos | Beta Code: xrusw/rofos |
v. χρυσόροφος.
-ον, Α
βλ. χρυσόροφος.
χρῡσώροφος: Plat. v.l. = χρυσόροφος.