ὀδαγμός

Revision as of 12:31, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

English (LSJ)

ὁ, (ὀδάξομαι) A itching, irritation, S.Tr.770 codd.: ἀδαγμός Phot.

German (Pape)

[Seite 291] ὁ, ion. ἀδαγμός, das Beißen, Jucken, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδαγμός: ὁ, (ὀδάξομαι) κνησμός, ἐρεθισμός: οὕτω γράφεται ἡ λέξις ἐν ταῖς παλαιαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Σοφοκλ. ἐν Τρ. 770, ἔνθα νῦν ἀδαγμός.

Greek Monolingual

ὀδαγμός και, κατά τον Φώτ. ἀδαγμός, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) κνησμός, φαγούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οδαγ-, πρβλ. παθ. υπερσ. -δάγ-μην, του ρ. ὀδάζω / ὀδάζομαι «προκαλώ κνησμό, αισθάνομαι φαγούρα» + κατάλ. -μός (πρβλ. κηρυγ-μός)].

Greek Monotonic

ὀδαγμός: ὁ (ὀδάξομαι), = ἀδαγμός, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὀδαγμός: ὁ Soph. v.l. = ἀδαγμός.

Middle Liddell

ὀδαγμός, οῦ, ὁ, [ὀδάξομαι] = ἀδαγμός, Soph.]