ληραίνω

Revision as of 18:15, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " f.l." to " f.l.")

English (LSJ)

A = ληρέω, Ph.1.77, Hsch.; f.l. for ληναΐζω in Heraclit. 15.

German (Pape)

[Seite 40] = ληρέω, Sp., Plut. de Is. et Os. 28, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ληραίνω: ληρέω, Γρηγ. Ναζ., Ἡσύχ.· ἀλλὰ Ἡράκλειτ. (127) παρὰ Πλουτ. 2. 362A, ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ ληναΐζω, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 30.

French (Bailly abrégé)

déraisonner, dire ou faire des sottises.
Étymologie: λῆρος.

Greek Monolingual

ληραίνω (Α)
ληρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λῆρος (Ι), πιθ. αναλογικά προς το ἀφραίνω < «ενεργώ απερίσκεπτα» < ἄφρων.

Russian (Dvoretsky)

ληραίνω: Heracl. ap. Plut. = ληρέω.