πεντηκοντακέφαλος

Revision as of 18:17, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " f.l." to " f.l.")

English (LSJ)

ον, = πεντηκοντακάρηνος (fifty-headed), Simon. 203, f.l. in Pi. Fr. 93 (ἑκατοντακάρανον cj. Herm.) ; cited from Hes. (v. πεντηκοντακάρηνος) by Sch. S. Tr. 1098.

German (Pape)

[Seite 558] = Vorigem, v.l. Hes. Th. 312.

Greek (Liddell-Scott)

πεντηκοντᾰκέφᾰλος: -ον, = τῷ προηγ., Σιμωνίδ. 207 παρὰ Πινδ. Ἀποσπ. 93, ὁ Ἕρμανν. διορθοῖ ἑκατοντακάρανον.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
πεντηκοντακάρηνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. δικέφαλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεντηκοντακέφαλος -ον [πεντήκοντα, κεφαλή] vijftigkoppig.