ἐποχλεύς
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
έως, ὁ, A brake, sprag, = τροχοπέδη, prob. f.l. for ἐποχεύς, Simarist. ap. Ath.3.99c.
German (Pape)
[Seite 1011] ὁ, der Hemmschuh am Wagen, Ath. III, 99 c, wo Casaub. der Bdtg wegen ἐποχεύς vermuthet.
Greek (Liddell-Scott)
ἐποχλεύς: έως, ὁ, = τροχοπέδη, δηλ. τὸ ὄργανον δι’ οὗ κωλύουσι τὸν τροχὸν νὰ στρέφηται εἰς κατάντεις τόπους, Σιμάριστος παρ’ Ἀθην. 99C, ἔνθα ὁ Casaub. διορθοῖ ἐποχεύς, καὶ τὴν διόρθωσιν ταύτην παρεδέξατο ὁ Meineke.
Greek Monolingual
ἐποχλεύς, ὁ (Μ)
ο εποχέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για λανθασμένο τ. του επ-οχεύς (< επέχω)].