πύρεθρον
From LSJ
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
[ῠ], τό, A pellitory, Anacyclus Pyrethrum, Nic.Th.938, Gal. 12.110, etc.; πύρεθρος (v.l. -ον) Dsc.3.73; cf. πυρῖτις 11.
German (Pape)
[Seite 821] τό, eine hitzige, gewürzige Pflanze; Nic. Ther. 938; Diosc.; vielleicht anthemis pyrethrum, Linn.
Greek (Liddell-Scott)
πύρεθρον: τό, πυρῖτις βοτάνη, Νικ. Θηρ. 938, Διοσκ. 3. 86, Γαλην., κλπ.· πρβλ. πυρῖτις ΙΙ.