νεόσσιον

From LSJ
Revision as of 10:09, 21 January 2022 by Spiros (talk | contribs)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Middle Liddell

Dim. of νεοσσός, νεοττός, a young bird, nestling, chick, Ar.

German (Pape)

[Seite 244] τό, att, νεόττιον, dim. von νεοσσός, junger Vogel, bes. Küchlein, Ar. Av. 547, νεόττιον τοῦ πατρός, 767; aber auch von anderen Thieren, Arist. H. A. 4, 9. 5, 8; Ael. H. A. 17, 15; auch = Kindchen (die Accentuation νεοσσίον ist falsch).

Greek (Liddell-Scott)

νεόσσιον: Ἀττ. νεόττιον, τό, ὑποκορ. τοῦ νεοσσός, νεοττός, νέον πτηνόν, μικρὸν ὀρνίθιον νεωστὶ ἐκκολαφθέν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 767, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 15. 2) ὁ κρόκος (πρβλ. λέκιθος), Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 2, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 40· - καθ’ Ἡσύχ.: «νεόττιον· Ἀττικοὶ τοῦ ᾠοῦ τὴν λέκιθον· καὶ τὸ ὑφ’ ἡμῶν νεοττός». - Περὶ τοῦ τύπου νόττιον, ἴδε νεοσσός ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 petit d’un oiseau;
2 jaune d’œuf.
Étymologie: νεοττός.

Russian (Dvoretsky)

νεόσσιον: атт. νεόττιον τό птенец, преимущ. цыпленок Arph., Arst.