παχυστομία

From LSJ
Revision as of 19:52, 24 March 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παχυστομία Medium diacritics: παχυστομία Low diacritics: παχυστομία Capitals: ΠΑΧΥΣΤΟΜΙΑ
Transliteration A: pachystomía Transliteration B: pachystomia Transliteration C: pachystomia Beta Code: paxustomi/a

English (LSJ)

to speak coarsely, to speak roughly; v. παχύστομος.

German (Pape)

[Seite 540] ἡ, Dickmänlichkeit, breite, grobe Aussprache, Strab.

Greek Monolingual

ἡ, Α παχύστομος
(ιδίως για τους βαρβάρους) η προφορά τών λέξεων με παχιά τραχύτηταοὐκέτι ὲφαίνετο κατὰ παχυστομίαν καὶ αφυΐαν τινὰ τῶν φωνητηρίων ὀργάνων τοῦτο συμβαίνον», Στράβ.).