παχυστομία
From LSJ
English (LSJ)
to speak coarsely, to speak roughly; v. παχύστομος.
German (Pape)
[Seite 540] ἡ, Dickmänlichkeit, breite, grobe Aussprache, Strab.
Greek Monolingual
ἡ, Α παχύστομος
(ιδίως για τους βαρβάρους) η προφορά τών λέξεων με παχιά τραχύτητα («οὐκέτι ὲφαίνετο κατὰ παχυστομίαν καὶ αφυΐαν τινὰ τῶν φωνητηρίων ὀργάνων τοῦτο συμβαίνον», Στράβ.).