ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
Full diacritics: Δαειρίτης | Medium diacritics: Δαειρίτης | Low diacritics: Δαειρίτης | Capitals: ΔΑΕΙΡΙΤΗΣ |
Transliteration A: Daeirítēs | Transliteration B: Daeiritēs | Transliteration C: Daeiritis | Beta Code: *daeiri/ths |
ου, ὁ, priest of Daeira, Poll.1.35.
-ου, ὁ Dairita sacerdote de Perséfone, Poll.1.35.
Δαειρίτης, ο (Α) Δάειρα, ιερεύς της Δαείρας (Περσεφόνης).