γελοιώδης

From LSJ
Revision as of 10:16, 14 April 2022 by Spiros (talk | contribs)

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γελοιώδης Medium diacritics: γελοιώδης Low diacritics: γελοιώδης Capitals: ΓΕΛΟΙΩΔΗΣ
Transliteration A: geloiṓdēs Transliteration B: geloiōdēs Transliteration C: geloiodis Beta Code: geloiw/dhs

English (LSJ)

ες, A = γέλοιος ΙΙ, Porph.Chr.55, Procop.Arc.23, Goth. 4.21, Sch.Ar.V.564. Adv. γελοιωδῶς Id.Pl.681, Hsch. s.v. ἀστείως.

German (Pape)

[Seite 480] ες, = γελοῖος, Sp., wie Schol. Ar. Vesp. 566.

Greek (Liddell-Scott)

γελοιώδης: -ες, = γέλοιος ΙΙ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφηξ. 579.- Ἐπίρ.– δῶς Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 681.

Spanish (DGE)

-ες
I 1de cosas y abstr. ridículo τὸ διήγημα Porph.Chr.55, τὸ γελοιῶδες τοῦτο τοῦ φόρου esa ridiculez del impuesto Procop.Arc.23.8, μύθῳ ... γελοιώδει Procop.Goth.4.21.17, γελοιώδεις λόγους καὶ σκώμματά τινα Sch.Nic.Al.130a, ἐμοὶ ... ἀνακόλουθα ταῦτα καὶ γελοιωδέστατα φαίνεται Tz.ad Lyc.805.
2 de pers. que hace reir, bromista Αἴσωπος ... ὑποκριτὴς γελοιώδης Sch.Ar.V.566.
II adv. γελοιωδῶς
1 de manera ridícula γ. εἴρηκεν Sch.Ar.Pl.681.
2 de modo agradable, de modo divertido Hsch.α 7869.

Greek Monolingual

γελοιώδης, -ες (Μ) γελοίος
γελοίος.