άπαις

From LSJ
Revision as of 11:26, 16 April 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "παῑδες" to "παῖδες")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

Greek Monolingual

ο, η (AM ἄπαις, -αιδος)
όποιος δεν έχει παιδιά (που δεν απέκτησε ή που του πέθαναν)
αρχ.
1. χωρίς παιδιά
2. φρ. α) «τὰς ἄπαιδας οὐσίας» — περιουσίες χωρίς παιδιά, χωρίς κληρονόμους (Ευριπ.)
β) «τέκνων ἄπαιδα» (Ευριπ.)
γ) «ἄπ' ἀρρένων τε καὶ θηλειῶν» (Πλάτων)
δ) «Νυκτὸς παῖδες ἄπαιδες» — παιδιά της Νύχτας, που δεν είσαστε παιδιά (για τις Ευμενίδες, Αισχ.).