πικραγγουριά
Greek Monolingual
η, Ν
βοτ. κοινή ονομασία του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών εκβάλλιο, της οικογένειας κουρκουβιτίδες, ο ώριμος κρεμαστός καρπός του οποίου αποκόπτεται από το φυτό με το παραμικρότερο άγγιγμα ή και την ελαφρότερη κίνηση εκτινάσσοντας από τη δημιουργούμενη οπή τα σπέρματα μαζί με τον πάρα πολύ πικρό χυμό του.
Translations
ar: قثاء الحمار; arz: قثاء الحمار; azb: ائششک خیاری; az: adi dəlixiyar; be: шалёны агурок; ca: esquitxagossos; cs: tykvice stříkavá; cy: cucumer chwystrellol; de: Spritzgurke; diq: xiyarê luye; el: πικραγγουριά; grc: βουβάλιον, ἀγριοσίκυον, ἀγριαγγουρέα, ἀγριαγγούριον, αἷμα ἰκτῖνος; en: ecballium; ext: melón bravíu; fa: خرخیار; fi: ruiskukurkku; ga: ecballium; gl: cogombro do demo; he: ירוקת חמור מצויה; hsb: tykwica; hy: կատաղի վարունգ; ja: テッポウウリ; kab: afeqqus n weɣyul; kk: атпақияр; nap: cucuzzigl; nl: springkomkommer; no: eselagurk; pl: tryskawiec sprężysty; ru: бешеный огурец; sv: sprutgurka; tr: eşek hıyarı; uk: скажений огірок; zh: 喷瓜