Σαμοθρᾴκιος
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
of Samothrace, Samothracian; v. sub Σαμοθρᾴκη.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Samothrace.
Étymologie: Σαμοθρᾴκη.
Russian (Dvoretsky)
Σᾰμοθρᾴκιος: ион. Σᾰμοθρηΐκιος 3 самофракийский Her., Plut.