Θετταλός

From LSJ
Revision as of 19:29, 27 April 2022 by Spiros (talk | contribs)

Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖModestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt

Menander, Monostichoi, 157
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Θεττᾰλός Medium diacritics: Θετταλός Low diacritics: Θετταλός Capitals: ΘΕΤΤΑΛΟΣ
Transliteration A: Thettalós Transliteration B: Thettalos Transliteration C: THettalos Beta Code: *qettalo/s

English (LSJ)

Θετταλικός, etc., Att. for Θεσσαλός.

Greek (Liddell-Scott)

Θεττᾰλός: Θετταλικός, κτλ., μεταγεν. Ἀττ. ἀντὶ Θεσσ-.

French (Bailly abrégé)

att. c. Θεσσαλός.

Greek Monolingual

Θετταλός, ὁ (Α)
βλ. Θεσσαλός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αττ. τ. του Θεσσαλός].

Greek Monotonic

Θεττᾰλός: Θετταλικός κ.λπ., μεταγεν. Αττ. αντί Θεσσ-.

Translations

French: Thessalien, Thessalienne; German: Thessaler, Thessalerin, Thessalier, Thessalierin; Greek: Θεσσαλός; Ancient Greek: Θεσσαλός, Θετταλός, Πετθαλός, Φετταλός; Portuguese: tessálio, tessaliano, tessálico; Russian: фессалиец, фессалийка