κατατρέπω

From LSJ
Revision as of 17:08, 8 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα")

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατρέπω Medium diacritics: κατατρέπω Low diacritics: κατατρέπω Capitals: ΚΑΤΑΤΡΕΠΩ
Transliteration A: katatrépō Transliteration B: katatrepō Transliteration C: katatrepo Beta Code: katatre/pw

English (LSJ)

A put to flight, PMasp.4.13 (vi A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

κατατρέπω: τρέπω πρὸς τὰ κάτω, καταβάλλω τινὰ, τρέπω εἰς φυγὴν, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τοὺς ἰόντας εἰς χεῖρας ἀγχεμάχοις ὅπλοις, τῇ γλώσσῃ κατετρέπετο Γρηγ. Ναζ.

Greek Monolingual

κατατρέπω (Α)
1. τρέπω σε φυγή
2. μέσ. κατατρέπομαι
καταβάλλω, νικώ κάποιον («τοὺς ἰόντας εἰς χεῖρας ἀγχεμάχοις ὅπλοις, τῇ γλώσσῃ κατατρεπόμενος», Γρηγ. Ναζ.).